Ο ψυχολογικός τρόμος στα καλύτερά του ή ένα ιδιαίτερο ταξίδι στον ανθρώπινο ψυχισμό;
Η σειρά παιχνιδιών Silent Hill είχε πάντα μία μεγάλη ιδιαιτερότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες σειρές παιχνιδιών «τρόμου» όπως τo «Resident Evil» και τo «Project Zero».
H ειδοποιός διαφορά των συγκεκριμένων παιχνιδιών έγκειται στο γεγονός ότι ο κόσμος με τον οποίο αλληλεπιδρά ο παίχτης στο παιχνίδι, τα τέρατα και τα σκηνικά που συναντά, είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημα του τραυματισμένου ψυχισμού του κεντρικού ήρωα και όσο προχωράει ο χαρακτήρας στο παιχνίδι τόσο πλησιάζει στην αλήθεια που έκρυβε από τον εαυτό του.
Ίσως για αυτό το λόγο στα παιχνίδια της σειράς αυτής, η μάχη με τέρατα ήταν πάντα δευτερεύουσα και όχι πολύ καλοσχεδιασμένη, μιας και δεν αποτελούσε τον αυτοσκοπό στο παιχνίδι (αν και οι τελευταίες 2 προσθήκες στη σειρά, πριν από το «Shattered Memories», είχαν παραστρατήσει αρκετά δίνοντας το βάρος στις μάχες με μέτρια είναι η αλήθεια αποτελέσματα).
Το «Silent Hill : Shattered Memories» είναι χτισμένο πάνω σε αυτή την κεντρική ιδέα και μάλιστα δεν παρεκκλίνει ουσιαστικά καθόλου.
Το παιχνίδι χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο διακριτούς τύπους gameplay : στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού ο παίχτης περιδιαβαίνει την πόλη «Silent Hill» αλληλεπιδρώντας με μυστηριώδεις χαρακτήρες και προσπαθώντας να βρει στοιχεία για να ξεδιαλύνει το μυστήριο εξαφάνισης της μικρής του κόρης.
Πιστοί του «συνοδοιπόροι» στην αναζήτηση αυτή είναι, ο φακός του που τον βοηθά να εντοπίζει στοιχεία στον σκοτεινό κόσμο του «Silent Hill» και το κινητό του τηλέφωνο που περιλαμβάνει GPS και φωτογραφική μηχανή (σ.σ. ο Γερμανός θα ήταν περήφανος για την επιλογή του).
Πρέπει να σημειωθεί ότι για όσο ο παίχτης βρίσκεται σε αυτό το στυλ παιχνιδιού, της εξερεύνησης, δεν κινδυνεύει να του επιτεθούν εχθροί και μπορεί να αφοσιωθεί στο να ενταχθεί καλύτερα στην τρομερή ατμόσφαιρα του παιχνιδιού μέσα από την αλληλεπίδραση με τον κόσμο του.
Το κομμάτι αυτό είναι καλοσχεδιασμένο αλλά το πόσο θα το ευχαριστηθεί κάποιος έχει να κάνει με το πόσο εκτιμά σε ένα ταξίδι «την διαδρομή και όχι μόνο τον τελικό προορισμό».
Ο δεύτερος τύπος gameplay είναι πιο εξεζητημένος, πρωτότυπος ως σύλληψη και με «καλές προθέσεις» (τη δημιουργία έντασης και σασπενς) αλλά στην εκτέλεση χωλαίνει αρκετά.
Η κεντρική ιδέα είναι ότι κατά διαστήματα ο κόσμος του παιχνιδιού «παγώνει» (καλύπτεται κυριολεκτικά από ένα στρώμα πάγου) και ο παίχτης πρέπει να τρέξει από ένα προκαθορισμένο σημείο Α σε ένα σημείο Β για να επιβιώσει.
Στη διάσταση αυτή υπάρχουν τέρατα που τον καταδιώκουν και θέλουν να τον κρατήσουν σε αυτόν τον παγωμένο κόσμο.
Οι μόνες επιλογές του παίχτη είναι να τρέξει για να σωθεί, χρησιμοποιώντας αν προλαβαίνει το GPS για να προσανατολιστεί και λίγα πράγματα στο περιβάλλον για να καθυστερήσει τα τέρατα ή να κρυφτεί προσωρινά από αυτά.
Αν και ως ιδέα η διαδικασία αυτή με ιντρίγκαρε, πριν παίξω το παιχνίδι, μετά τις πρώτες φορές έγινε τόσο επαναλαμβανόμενη που απλά ήθελα να περάσω τους τομείς αυτούς για να επιστρέψω στην εξερεύνηση της πόλης στην κανονική της διάσταση.
Κατά την προσώπική μου άποψη ο μηχανισμός με τον οποίο οι δημιουργοί του Silent Hill ένταξαν αυτές της σκηνές καταδίωξης στο παιχνίδι, δείχνει πολύ προχειροφτιαγμένος σε σχέση με το υπόλοιπο παιχνίδι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε μεμονωμένες στιγμές δεν προσφέρει γνήσιο σασπένς.
Αν μη τι άλλο πάντως, οι σκηνές αυτές αποτελούν ένα αντιπερισπασμό από την κεντρική εξερεύνηση της πόλης που αποτελεί και το μεγαλύτερο κομμάτι του gameplay αναλογικά, όποτε προσθέτουν μια κάποια ποικιλία στην όλη εμπειρία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα γραφικά και στον ήχο του παιχνιδιού μιας και αποτελούν ίσως τα καλύτερα που έχω δει σε παιχνίδι για Wii μέχρι σήμερα. Ειδικά το εφέ που όλη η πόλη καλύπτεται από πάγο όταν ο παίχτης αλλάζει «διάσταση» είναι εκπληκτικό.
Σε επίπεδο ήχου τόσο οι φωνές των χαρακτήρων όσο και η μουσική, από τον μετρ του είδους Akira Yamaoka, βοηθούν ώστε ο παίχτης να νιώσει καλύτερα στο πετσί του την ατμόσφαιρα του κόσμου με τον οποίο αλληλεπιδρά.
Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του παιχνιδιού αυτού είναι ότι «το παιχνίδι προσαρμόζεται στον παίχτη» και εξηγούμαι.
Κατά διαστήματα ο παίχτης «μεταφέρεται» στο γραφείο ενός ψυχιάτρου όπου απαντά με «ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ» σε διάφορες ερωτήσεις που του θέτονται καθώς και λύνει σύντομα ψυχομετρικά τεστ.
Οι απαντήσεις και αντιδράσεις του διαμορφώνουν τον κόσμο του κυρίως παιχνιδιού σε σημαντικό βαθμό, τόσο σε επίπεδο αισθητικό όσο και – μάλλον λιγότερο- σε επίπεδο εξέλιξης του παιχνιδιού.
Μάλιστα στο φινάλε του παιχνιδιού δίνεται στον παίχτη και μία αναλυτική ψυχιατρική αποτίμηση του, με βάση τις απαντήσεις που έδινε στη διάρκεια του παιχνιδιού και πιστέψτε με είναι ανατριχιαστικά ακριβής!
Θεωρητικά τουλάχιστον, το παιχνίδι «απαιτεί» επαναλαμβανόμενες επισκέψεις στον κόσμο του μιας και μόνο έτσι κάποιος θα το απολαύσει σε όλο του το εύρος αφού κάθε εμπειρία θα είναι σημαντικά διαφορετική από την προηγούμενη. Καθόλου άσχημα, έτσι!
Εικόνες